Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
σύμπας
View word page
συμπαρίπταμαι
to fly along with

ShortDef

to fly along with

Debugging

Headword:
συμπαρίπταμαι
Headword (normalized):
συμπαρίπταμαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαριπταμαι
IDX:
83293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83294
Key:

Data

{'content': 'to fly along with'}