Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
συμπαρορμάω
συμπαρουσία
View word page
συμπαριππεύω
ride along with

ShortDef

ride along with

Debugging

Headword:
συμπαριππεύω
Headword (normalized):
συμπαριππεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπαριππευω
IDX:
83292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83293
Key:

Data

{'content': 'ride along with'}