Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
συμπαροξύνω
View word page
συμπαρήκω
to be present together with, accompany
ShortDef
to be present together with, accompany
Debugging
Headword:
συμπαρήκω
Headword (normalized):
συμπαρήκω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρηκω
IDX:
83290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83291
Key:
Data
{'content': 'to be present together with, accompany'}