Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
συμπαρομαρτέω
View word page
συμπαρέχω
to assist in causing

ShortDef

to assist in causing

Debugging

Headword:
συμπαρέχω
Headword (normalized):
συμπαρέχω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρεχω
IDX:
83289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83290
Key:

Data

{'content': 'to assist in causing'}