Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
συμπαρολισθάνω
View word page
συμπαρέρχομαι
pass by together

ShortDef

pass by together

Debugging

Headword:
συμπαρέρχομαι
Headword (normalized):
συμπαρέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρερχομαι
IDX:
83288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83289
Key:

Data

{'content': 'pass by together'}