Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
συμπαροίχομαι
View word page
συμπαρέπομαι
to go along with, accompany
ShortDef
to go along with, accompany
Debugging
Headword:
συμπαρέπομαι
Headword (normalized):
συμπαρέπομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρεπομαι
IDX:
83287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83288
Key:
Data
{'content': 'to go along with, accompany'}