Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαρατυγχάνω
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
συμπαρίστημι
συμπαροδεύω
συμπάροικος
View word page
συμπαρενεκτέον
one must carry along with
ShortDef
one must carry along with
Debugging
Headword:
συμπαρενεκτέον
Headword (normalized):
συμπαρενεκτέον
Headword (normalized/stripped):
συμπαρενεκτεον
IDX:
83286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83287
Key:
Data
{'content': 'one must carry along with'}