Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατυγχάνω
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
συμπαρέχω
συμπαρήκω
συμπάρθενος
συμπαριππεύω
συμπαρίπταμαι
View word page
συμπαρεισέρχομαι
to go in along with

ShortDef

to go in along with

Debugging

Headword:
συμπαρεισέρχομαι
Headword (normalized):
συμπαρεισέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρεισερχομαι
IDX:
83283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83284
Key:

Data

{'content': 'to go in along with'}