Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατυγχάνω
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
συμπαρέρχομαι
View word page
συμπαραφύομαι
grow together

ShortDef

grow together

Debugging

Headword:
συμπαραφύομαι
Headword (normalized):
συμπαραφύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραφυομαι
IDX:
83278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83279
Key:

Data

{'content': 'grow together'}