Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατυγχάνω
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
συμπαρέπομαι
View word page
συμπαραφέρω
to carry along together

ShortDef

to carry along together

Debugging

Headword:
συμπαραφέρω
Headword (normalized):
συμπαραφέρω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραφερω
IDX:
83277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83278
Key:

Data

{'content': 'to carry along together'}