Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατυγχάνω
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
συμπαρενεκτέον
View word page
συμπαρατυγχάνω
happen to be present together
ShortDef
happen to be present together
Debugging
Headword:
συμπαρατυγχάνω
Headword (normalized):
συμπαρατυγχάνω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρατυγχανω
IDX:
83276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83277
Key:
Data
{'content': 'happen to be present together'}