Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατυγχάνω
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
συμπαρεμφαίνομαι
View word page
συμπαρατρέχω
to run along with

ShortDef

to run along with

Debugging

Headword:
συμπαρατρέχω
Headword (normalized):
συμπαρατρέχω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρατρεχω
IDX:
83275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83276
Key:

Data

{'content': 'to run along with'}