Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατυγχάνω
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
συμπάρειμι2
συμπαρεισέρχομαι
συμπαρεκτείνω
View word page
συμπαρατρέφω
to bring up
ShortDef
to bring up
Debugging
Headword:
συμπαρατρέφω
Headword (normalized):
συμπαρατρέφω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρατρεφω
IDX:
83274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83275
Key:
Data
{'content': 'to bring up'}