Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαράπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατυγχάνω
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
συμπαρεδρεύω
συμπάρειμι
View word page
συμπαρατηρέω
to keep watch together

ShortDef

to keep watch together

Debugging

Headword:
συμπαρατηρέω
Headword (normalized):
συμπαρατηρέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρατηρεω
IDX:
83271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83272
Key:

Data

{'content': 'to keep watch together'}