Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαράπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατυγχάνω
συμπαραφέρω
συμπαραφύομαι
συμπαραχωρέω
View word page
συμπαρατάσσομαι
to be set in array with

ShortDef

to be set in array with

Debugging

Headword:
συμπαρατάσσομαι
Headword (normalized):
συμπαρατάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρατασσομαι
IDX:
83269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83270
Key:

Data

{'content': 'to be set in array with'}