Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεκπέμπω
ἀντεκπλέω
ἀντεκπλήσσω
ἀντεκπνέω
ἀντεκρέω
ἀντεκτάσσω
ἀντεκτείνω
ἀντεκτίθημι
ἀντεκτίνω
ἀντέκτισις
ἀντέκτιστος
ἀντεκτρέφω
ἀντεκτρέχω
ἀντεκφέρω
ἀντεκφύομαι
ἀντελαττόομαι
ἀντελαύνω
ἀντελλογέω
ἀντελλογισμός
ἀντελπίζω
ἀντεμβαίνω
View word page
ἀντέκτιστος
punished in turn

ShortDef

punished in turn

Debugging

Headword:
ἀντέκτιστος
Headword (normalized):
ἀντέκτιστος
Headword (normalized/stripped):
αντεκτιστος
IDX:
8326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8327
Key:

Data

{'content': 'punished in turn'}