Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαράπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
συμπαρατυγχάνω
View word page
συμπαραστάτης
one who stands by to aid, a joint helper

ShortDef

one who stands by to aid, a joint helper

Debugging

Headword:
συμπαραστάτης
Headword (normalized):
συμπαραστάτης
Headword (normalized/stripped):
συμπαραστατης
IDX:
83266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83267
Key:

Data

{'content': 'one who stands by to aid, a joint helper'}