Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαράπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
συμπαρατρέφω
συμπαρατρέχω
View word page
συμπαραστατέω
to stand by so as to assist

ShortDef

to stand by so as to assist

Debugging

Headword:
συμπαραστατέω
Headword (normalized):
συμπαραστατέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραστατεω
IDX:
83265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83266
Key:

Data

{'content': 'to stand by so as to assist'}