Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρανέω
συμπαρανήχομαι
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαράπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
συμπαρατήρησις
συμπαρατίθημι
View word page
συμπαρασπίζω
assist in battle together

ShortDef

assist in battle together

Debugging

Headword:
συμπαρασπίζω
Headword (normalized):
συμπαρασπίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρασπιζω
IDX:
83263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83264
Key:

Data

{'content': 'assist in battle together'}