Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
συμπαρανέω
συμπαρανήχομαι
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαράπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
συμπαρατείνω
συμπαρατηρέω
View word page
συμπαράπομπος
escort
ShortDef
escort
Debugging
Headword:
συμπαράπομπος
Headword (normalized):
συμπαράπομπος
Headword (normalized/stripped):
συμπαραπομπος
IDX:
83261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83262
Key:
Data
{'content': 'escort'}