Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
συμπαρανέω
συμπαρανήχομαι
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαράπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
συμπαράταξις
συμπαρατάσσομαι
View word page
συμπαραπληρωματικός
expletive
ShortDef
expletive
Debugging
Headword:
συμπαραπληρωματικός
Headword (normalized):
συμπαραπληρωματικός
Headword (normalized/stripped):
συμπαραπληρωματικος
IDX:
83259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83260
Key:
Data
{'content': 'expletive'}