Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαράληψις
συμπαραλύομαι
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
συμπαρανέω
συμπαρανήχομαι
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαράπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
συμπαρασύρω
View word page
συμπαραπίπτω
occur to
ShortDef
occur to
Debugging
Headword:
συμπαραπίπτω
Headword (normalized):
συμπαραπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραπιπτω
IDX:
83257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83258
Key:
Data
{'content': 'occur to'}