Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
συμπαραλύομαι
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
συμπαρανέω
συμπαρανήχομαι
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαράπομπος
συμπαρασκευάζω
συμπαρασπίζω
συμπαρασπονδέω
συμπαραστατέω
συμπαραστάτης
View word page
συμπαραπέμπω
to escort along with

ShortDef

to escort along with

Debugging

Headword:
συμπαραπέμπω
Headword (normalized):
συμπαραπέμπω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραπεμπω
IDX:
83256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83257
Key:

Data

{'content': 'to escort along with'}