Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραληπτέον
συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
συμπαραλύομαι
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
συμπαρανέω
συμπαρανήχομαι
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
συμπαραπίπτω
συμπαραπλέω
συμπαραπληρωματικός
συμπαραπόλλυμι
συμπαράπομπος
συμπαρασκευάζω
View word page
συμπαρανεύω
to express assent also

ShortDef

to express assent also

Debugging

Headword:
συμπαρανεύω
Headword (normalized):
συμπαρανεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρανευω
IDX:
83252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83253
Key:

Data

{'content': 'to express assent also'}