Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραληπτέον
συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
συμπαραλύομαι
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
συμπαρανέω
συμπαρανήχομαι
συμπαρανομέω
συμπαραπέμπω
View word page
συμπαραληπτικός
disposed to take into counsel
ShortDef
disposed to take into counsel
Debugging
Headword:
συμπαραληπτικός
Headword (normalized):
συμπαραληπτικός
Headword (normalized/stripped):
συμπαραληπτικος
IDX:
83246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83247
Key:
Data
{'content': 'disposed to take into counsel'}