Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραληπτέον
συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
συμπαραλύομαι
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
συμπαρανέω
View word page
συμπαρακύπτω
to bend oneself along with

ShortDef

to bend oneself along with

Debugging

Headword:
συμπαρακύπτω
Headword (normalized):
συμπαρακύπτω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακυπτω
IDX:
83243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83244
Key:

Data

{'content': 'to bend oneself along with'}