Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραληπτέον
συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
συμπαραλύομαι
συμπαραμείγνυμι
συμπαραμένω
συμπαραναλίσκω
συμπαρανεύω
View word page
συμπαρακομίζω
to carry along the coast with

ShortDef

to carry along the coast with

Debugging

Headword:
συμπαρακομίζω
Headword (normalized):
συμπαρακομίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακομιζω
IDX:
83242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83243
Key:

Data

{'content': 'to carry along the coast with'}