Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραληπτέον
συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
συμπαραλύομαι
συμπαραμείγνυμι
View word page
συμπαρακελεύομαι
to join in exciting

ShortDef

to join in exciting

Debugging

Headword:
συμπαρακελεύομαι
Headword (normalized):
συμπαρακελεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακελευομαι
IDX:
83239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83240
Key:

Data

{'content': 'to join in exciting'}