Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραληπτέον
συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
συμπαραλύομαι
View word page
συμπαράκειμαι
to be adjacent

ShortDef

to be adjacent

Debugging

Headword:
συμπαράκειμαι
Headword (normalized):
συμπαράκειμαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακειμαι
IDX:
83238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83239
Key:

Data

{'content': 'to be adjacent'}