Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραληπτέον
συμπαραληπτικός
συμπαράληψις
View word page
συμπαρακατακλίνω
make to lie beside

ShortDef

make to lie beside

Debugging

Headword:
συμπαρακατακλίνω
Headword (normalized):
συμπαρακατακλίνω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακατακλινω
IDX:
83237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83238
Key:

Data

{'content': 'make to lie beside'}