Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
συμπαραλαμβάνω
συμπαραληπτέον
View word page
συμπαρακαθίζω
to make to sit beside

ShortDef

to make to sit beside

Debugging

Headword:
συμπαρακαθίζω
Headword (normalized):
συμπαρακαθίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαρακαθιζω
IDX:
83235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83236
Key:

Data

{'content': 'to make to sit beside'}