Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
συμπαρακμάζω
συμπαρακολουθέω
συμπαρακομίζω
συμπαρακύπτω
View word page
συμπαραιτέομαι
deprecate at the same time

ShortDef

deprecate at the same time

Debugging

Headword:
συμπαραιτέομαι
Headword (normalized):
συμπαραιτέομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραιτεομαι
IDX:
83233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83234
Key:

Data

{'content': 'deprecate at the same time'}