Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
συμπαράκειμαι
συμπαρακελεύομαι
View word page
συμπαραδηλόω
to shew incidentally at the same time
ShortDef
to shew incidentally at the same time
Debugging
Headword:
συμπαραδηλόω
Headword (normalized):
συμπαραδηλόω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραδηλοω
IDX:
83229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83230
Key:
Data
{'content': 'to shew incidentally at the same time'}