Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεκκλέπτω
ἀντεκκομίζω
ἀντεκκόπτω
ἀντεκκρίνω
ἀντεκπέμπω
ἀντεκπλέω
ἀντεκπλήσσω
ἀντεκπνέω
ἀντεκρέω
ἀντεκτάσσω
ἀντεκτείνω
ἀντεκτίθημι
ἀντεκτίνω
ἀντέκτισις
ἀντέκτιστος
ἀντεκτρέφω
ἀντεκτρέχω
ἀντεκφέρω
ἀντεκφύομαι
ἀντελαττόομαι
ἀντελαύνω
View word page
ἀντεκτείνω
to stretch out in opposition
ShortDef
to stretch out in opposition
Debugging
Headword:
ἀντεκτείνω
Headword (normalized):
ἀντεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
αντεκτεινω
IDX:
8322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8323
Key:
Data
{'content': 'to stretch out in opposition'}