Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
συμπαρακαλέω
συμπαρακατακλίνω
View word page
συμπαραγίγνομαι
to be ready at the same time
ShortDef
to be ready at the same time
Debugging
Headword:
συμπαραγίγνομαι
Headword (normalized):
συμπαραγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπαραγιγνομαι
IDX:
83227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83228
Key:
Data
{'content': 'to be ready at the same time'}