Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
συμπαρακαθίζω
View word page
συμπαραβύω
to cram in along with

ShortDef

to cram in along with

Debugging

Headword:
συμπαραβύω
Headword (normalized):
συμπαραβύω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραβυω
IDX:
83225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83226
Key:

Data

{'content': 'to cram in along with'}