Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαίστρια
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
συμπαρακαθέζομαι
View word page
συμπαραβαδίζω
go along together

ShortDef

go along together

Debugging

Headword:
συμπαραβαδίζω
Headword (normalized):
συμπαραβαδίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαραβαδιζω
IDX:
83224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83225
Key:

Data

{'content': 'go along together'}