Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαιστής
συμπαίστρια
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
συμπαραθέω
συμπαραινέω
συμπαραιτέομαι
View word page
συμπαρά
in association
ShortDef
in association
Debugging
Headword:
συμπαρά
Headword (normalized):
συμπαρά
Headword (normalized/stripped):
συμπαρα
IDX:
83223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83224
Key:
Data
{'content': 'in association'}