Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαιστής
συμπαίστρια
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
συμπαραδίδωμι
View word page
συμπανηγυρισταί
persons who join in keeping festival
ShortDef
persons who join in keeping festival
Debugging
Headword:
συμπανηγυρισταί
Headword (normalized):
συμπανηγυρισταί
Headword (normalized/stripped):
συμπανηγυρισται
IDX:
83220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83221
Key:
Data
{'content': 'persons who join in keeping festival'}