Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαιστής
συμπαίστρια
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
συμπαράγω
συμπαραδηλόω
View word page
συμπανηγυρίζω
to attend a solemn assembly with
ShortDef
to attend a solemn assembly with
Debugging
Headword:
συμπανηγυρίζω
Headword (normalized):
συμπανηγυρίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπανηγυριζω
IDX:
83219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83220
Key:
Data
{'content': 'to attend a solemn assembly with'}