Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαιστής
συμπαίστρια
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
συμπαραβαδίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
συμπαραγίγνομαι
View word page
συμπαλαίω
wrestle in company with

ShortDef

wrestle in company with

Debugging

Headword:
συμπαλαίω
Headword (normalized):
συμπαλαίω
Headword (normalized/stripped):
συμπαλαιω
IDX:
83217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83218
Key:

Data

{'content': 'wrestle in company with'}