Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαιστής
συμπαίστρια
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
συμπαραβαδίζω
View word page
συμπαίστρια
playmate (f.)

ShortDef

playmate (f.)

Debugging

Headword:
συμπαίστρια
Headword (normalized):
συμπαίστρια
Headword (normalized/stripped):
συμπαιστρια
IDX:
83214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83215
Key:

Data

{'content': 'playmate (f.)'}