Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαιστής
συμπαίστρια
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
σύμπαντι
συμπαρά
View word page
συμπαιστής
a playmate, playfellow

ShortDef

a playmate, playfellow

Debugging

Headword:
συμπαιστής
Headword (normalized):
συμπαιστής
Headword (normalized/stripped):
συμπαιστης
IDX:
83213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83214
Key:

Data

{'content': 'a playmate, playfellow'}