Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαγία
συμπάγνυμι
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαιστής
συμπαίστρια
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
συμπανουργέω
View word page
συμπαίζω
to play

ShortDef

to play

Debugging

Headword:
συμπαίζω
Headword (normalized):
συμπαίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπαιζω
IDX:
83211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83212
Key:

Data

{'content': 'to play'}