Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπαγής
συμπαγία
συμπάγνυμι
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαιστής
συμπαίστρια
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
συμπανηγυρισταί
View word page
συμπαιδεύω
to teach together, educate at the same time

ShortDef

to teach together, educate at the same time

Debugging

Headword:
συμπαιδεύω
Headword (normalized):
συμπαιδεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπαιδευω
IDX:
83210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83211
Key:

Data

{'content': 'to teach together, educate at the same time'}