Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμωραίνω
συμπαγής
συμπαγία
συμπάγνυμι
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαιστής
συμπαίστρια
συμπαίω
συμπαιωνίζω
συμπαλαίω
Συμπανέλληνες
συμπανηγυρίζω
View word page
συμπαιδαγωγέω
bring up along with

ShortDef

bring up along with

Debugging

Headword:
συμπαιδαγωγέω
Headword (normalized):
συμπαιδαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαιδαγωγεω
IDX:
83209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83210
Key:

Data

{'content': 'bring up along with'}