Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
συμμύστης
συμμύω
συμμωραίνω
συμπαγής
συμπαγία
συμπάγνυμι
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
συμπαιστής
συμπαίστρια
View word page
συμπαθέω
to sympathise

ShortDef

to sympathise

Debugging

Headword:
συμπαθέω
Headword (normalized):
συμπαθέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαθεω
IDX:
83204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83205
Key:

Data

{'content': 'to sympathise'}