Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
συμμύστης
συμμύω
συμμωραίνω
συμπαγής
συμπαγία
συμπάγνυμι
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιδαγωγέω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτης
View word page
συμπάγνυμι
piece together

ShortDef

piece together

Debugging

Headword:
συμπάγνυμι
Headword (normalized):
συμπάγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συμπαγνυμι
IDX:
83202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83203
Key:

Data

{'content': 'piece together'}