Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
συμμύστης
συμμύω
συμμωραίνω
συμπαγής
συμπαγία
συμπάγνυμι
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
συμπαιδαγωγέω
View word page
συμμωραίνω
to be foolish together

ShortDef

to be foolish together

Debugging

Headword:
συμμωραίνω
Headword (normalized):
συμμωραίνω
Headword (normalized/stripped):
συμμωραινω
IDX:
83199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83200
Key:

Data

{'content': 'to be foolish together'}