Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμορφή
συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
συμμύστης
συμμύω
συμμωραίνω
συμπαγής
συμπαγία
συμπάγνυμι
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπάθησις
συμπαιανίζω
συμπαιγμός
View word page
συμμύω
to be shut up, to close, be closed

ShortDef

to be shut up, to close, be closed

Debugging

Headword:
συμμύω
Headword (normalized):
συμμύω
Headword (normalized/stripped):
συμμυω
IDX:
83198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83199
Key:

Data

{'content': 'to be shut up, to close, be closed'}